Ασβέστιο ή Βιταμίνη D – ποια είναι η σημαντικότερη ουσία;

Περιεχόμενα άρθρου

Γράφει ο:
Κωνσταντίνος Χαλκιάς, Ειδικός Παθολόγος, Διευθυντής Παθολογικού Τμήματος Αθηναϊκής Mediclinic


Ποια είναι η ενδεδειγμένη πρόσληψη

Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε δέκτες πολλών και πολλές φορές αντικρουόμενων πληροφοριών, γύρω από τη σημασία του ασβεστίου και της βιταμίνης D για τον ανθρώπινο οργανισμό. Τελευταία μάλιστα, είναι ένα από τα πιο φλέγοντα θέματα της ιατρικής έρευνας, στην προσπάθεια να αποσαφηνιστούν πλήρως τόσο οι ευεργετικές δράσεις της όσο και οι αιτίες που προκαλούν την έλλειψή της, ιδίως σε θεωρητικά πλεονεκτικές χώρες με μεγάλη ηλιοφάνεια όπως η Ελλάδα. Ας δούμε, λοιπόν, τι πρέπει να γνωρίζουμε για τις δύο αυτές ουσίες.

Ποιος είναι ο ρόλος του ασβεστίου στον οργανισμό και πού χρειαζόμαστε τη βιταμίνη D

Το ασβέστιο είναι ένα απαραίτητο για τον ανθρώπινο οργανισμό μεταλλικό στοιχείο, που κατέχει έναν σπουδαίο ρόλο όσον αφορά την καλή κατάσταση του σκελετού και των δοντιών μας, ως απαραίτητο δομικό τους υλικό. Το ασβέστιο είναι επίσης σημαντικό και για την εύρυθμη λειτουργία των μυών, της καρδιάς και του ανοσοποιητικού μας συστήματος και συμμετέχει σε μια σειρά άλλων κομβικών λειτουργιών του οργανισμού όπως η πήξη του αίματος, η μεταβίβαση των νευρικών ερεθισμάτων, κ.ά. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για όλη την αλυσίδα των αντιδράσεων απορρόφησης του ασβεστίου από το έντερο και διαχείρισης των επιπέδων του στο αίμα και στους διάφορους ιστούς που το χρειάζονται, με κυριότερη κατάληξη τις οστικές αποθήκες, είναι απόλυτα αναγκαία η καταλυτική βοήθεια της βιταμίνης D, της οποίας η βασική λειτουργία συνίσταται ακριβώς στην απορρόφηση του ασβεστίου από τον οργανισμό, ενώ η έλλειψή της συνδέεται με την οστεοπόρωση.

Η βιταμίνη D, μια από τις παλαιότερες ουσίες που δημιουργήθηκαν στη Γη, είναι μια πολύτιμη για τον οργανισμό ορμόνη, ο ρόλος της οποίας φαίνεται ότι δεν περιορίζεται μόνο στην προστασία από την οστεοπόρωση. Πολλές μελέτες αναδεικνύουν τη σημασία της για την πρόληψη εμφάνισης εποχικών λοιμώξεων, καρδιαγγειακών προβλημάτων, συστηματικών αυτοάνοσων παθήσεων, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα ή ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, σοβαρών νευρολογικών και ψυχιατρικών νόσων, όπως η κατά πλάκας σκλήρυνση ή η κατάθλιψη, ακόμη και διαφόρων καρκίνων, όπως του μαστού, του προστάτη και του εντέρου, αυξάνοντας σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσής μας.

Γιατί υπάρχει τέτοια έλλειψη βιταμίνης D σε μια κατεξοχήν ηλιόλουστη χώρα όπως η Ελλάδα

Σύμφωνα με τον πλέον αποδεκτό σύγχρονο ορισμό οι στάθμες της βιταμίνης D θεωρούνται φυσιολογικές αν τα επίπεδα του ενεργού μεταβολίτη της 25 (OH) D3 στο αίμα υπερβαίνουν τα 20 ng/ml. Όταν αυτά κινούνται μεταξύ 10 και 20 ng/ml μιλάμε για (σχετική) ανεπάρκεια και όταν πέσουν κάτω από 10 ng/ml για (πλήρη) έλλειψη της βιταμίνης D. Έχει καταρριφθεί πλέον ο μύθος ότι ζώντας κανείς σε μια ηλιόλουστη χώρα δεν κινδυνεύει από ανεπάρκεια βιταμίνης D. Σύμφωνα με στοιχεία που συλλέγονται συνεχώς από αρκετές μελέτες των τελευταίων ετών, διαπιστώνουμε ότι η ανεπάρκεια στη βιταμίνη D είναι αρκετά συχνό φαινόμενο στην Ελλάδα και αφορά όλες τις ηλικίες. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, περίπου το 20 με 25% των Ελλήνων έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D, με το ποσοστό να φτάνει έως και το 60% στην ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών! Το θέμα φαίνεται ότι δεν αφορά μόνο τους Έλληνες, αλλά όλους τους λαούς που κατοικούν γύρω από τη Μεσόγειο. Πιθανολογείται ότι η περισσότερη μελανίνη που περιέχεται στο πιο σκούρο δέρμα των μεσογειακών λαών εμποδίζει τη δράση των υπεριωδών ακτινών του ήλιου. Επίσης, θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς τη μειωμένη μας έκθεση στον ήλιο κατά τα τελευταία χρόνια, καθώς και τη χρήση αντηλιακών με υψηλό δείκτη προστασίας, λόγω του φόβου του καρκίνου του δέρματος. Επιπλέον, σημαντική θεωρείται σχετικά η επίδραση της μόλυνσης της ατμόσφαιρας, καθώς και ο τύπος δόμησης με τα ιδιαίτερα υψηλά κτίρια στις βιομηχανικές πόλεις, που μειώνουν την ηλιοφάνεια.

Τεκμαίρεται ότι και η μειωμένη πρόσληψη λιπαρών ψαριών από τους μεσογειακούς λαούς, όπως ο σολομός και ο βακαλάος, δεν ευνοεί τη διατήρηση της βιταμίνης D σε υψηλά επίπεδα, ενώ ακόμη πιθανολογείται η παρουσία κάποιου ελαττωματικού γονιδίου που δημιουργεί διαταραχή στις διαδοχικές αντιδράσεις βιοσύνθεσης της βιταμίνης D σε αυτούς τους πληθυσμούς.

Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την παρατηρούμενη γήρανση του πληθυσμού, μετά και από την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και στους μεσογειακούς πληθυσμούς, με δεδομένη τη μείωση της ικανότητας παραγωγής της βιταμίνης D στο δέρμα κατά 30% μετά τα 70 έτη.

Δεν κινδυνεύουμε πιο συχνά από την έλλειψη ασβεστίου;

Εφόσον τα πλέον πολύτιμα για τον οργανισμό μας συστατικά είναι εκείνα που δεν μπορεί να συνθέσει ο ίδιος, είναι κατ’ αρχήν λογικό να υποθέσει κανείς ότι μεγαλύτερη αξία για τον σκελετό μας οφείλει να έχει η επαρκής χορήγηση ασβεστίου και όχι η βιταμίνη D, την οποία ο οργανισμός μας μπορεί και να προσλάβει έτοιμη, αλλά και να τη συνθέσει. Αυτό, ωστόσο, είναι εν μέρει μόνο αλήθεια!

Όσον αφορά το ισοζύγιο του ασβεστίου, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι καθημερινά αποβάλλονται μεγάλες ποσότητες ασβεστίου με τα προϊόντα απέκκρισης του οργανισμού (κυρίως με τα ούρα, τα κόπρανα και τον ιδρώτα), ενώ επίσης το ασβέστιο καταναλώνεται συνεχώς ως δομικό συστατικό των νυχιών και των τριχών μας.

Για τους λόγους αυτούς, σύμφωνα με τις διεθνείς επιστημονικές οδηγίες, ένας κατά τα άλλα υγιής ενήλικας υπολογίζεται ότι πρέπει να προσλαμβάνει καθημερινά 1000 με 1200 mg ασβεστίου (για τους νεότερους και μεγαλύτερους των 50 ετών, αντίστοιχα), είτε μέσω της τροφής, ή αν απαιτείται, με τη χρήση συμπληρωμάτων διατροφής.

Ο μέσος άνθρωπος σήμερα έχει την ευκαιρία να προσλάβει επαρκείς ποσότητες ασβεστίου από διατροφικές πηγές, ανεξάρτητα από τους πιθανούς διαιτητικούς περιορισμούς που υπαγορεύουν οι διαφορές κανόνων, δυνατοτήτων και συνηθειών ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες ή κοινωνίες, οικονομικές τάξεις, φυλές, θρησκείες ή εθνότητες, μια και το ασβέστιο βρίσκεται άφθονο σε πολλά από τα τρόφιμα, τόσο ζωικής όσο και φυτικής προέλευσης, που αποτελούν τη βάση της διατροφής σχεδόν για τους περισσότερους από εμάς, όπως το κρέας, τα ψάρια, τα γαλακτοκομικά, τα όσπρια και οι ξηροί καρποί, αλλά και πολλά φρούτα και φυλλώδη λαχανικά.

Όσον αφορά το ισοζύγιο της βιταμίνης D από την άλλη, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι καθημερινά χρειαζόμαστε 400 με 800 μονάδες βιταμίνης D, από τις οποίες μόλις το 10-25% περίπου προσλαμβάνουμε από τις τροφές (γαλακτοκομικά, αυγά και λιπαρά ψάρια), ενώ το υπόλοιπο 75-90% συντίθεται στο δέρμα μας, μέσω της διάσπασης της χοληστερίνης από την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία του ηλιακού φωτός.

Υπολογίζεται ότι 20 μόλις λεπτά κατά μέσο όρο καθημερινής έκθεσης του σώματός μας (έστω των άνω άκρων και του προσώπου μας) στον ήλιο, ξεκινώντας από 10 λεπτά το καλοκαίρι και μην ξεπερνώντας τη μία ώρα τον χειμώνα, είναι αρκετά για τη σύνθεση ικανής ποσότητας βιταμίνης D, ενώ για να προσλάβουμε την αντίστοιχη αναγκαία δόση βιταμίνης D μόνο μέσω της τροφής, θα έπρεπε καθημερινά να καταναλώνουμε 2 πιάτα σαρδέλες ή 20 αυγά ή 7,5 λίτρα γάλα, ποσότητες μάλλον ανέφικτες! Τα ειδικά συμπληρώματα βιταμίνης D είναι χρήσιμα σε εκείνους που αποδεδειγμένα πάσχουν από την έλλειψη ή την ανεπάρκειά της και δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους με φυσικό τρόπο (βελτίωση της διατροφής τους και αύξηση της έκθεσής τους στον ήλιο) και βέβαια είναι απαραίτητα κυρίως για όσους πάσχουν από οστεοπόρωση ή είναι μεγαλύτεροι των 65 ετών. Στην αγορά υπάρχουν σκευάσματα που περιέχουν ασβέστιο και βιταμίνη D, αλλά υπάρχει και ειδικό φάρμακο για την οστεοπόρωση που περιέχει επιπλέον βιταμίνη D. Όσον αφορά τις παρενέργειες, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η χορήγηση βιταμίνης D δεν δημιουργεί παρενέργειες στις συνήθεις θεραπευτικές δόσεις και ότι όχι μόνο δεν προκαλεί πέτρες στα νεφρά, αλλά προστατεύει τα άτομα με το πρόβλημα αυτό από την επιδείνωση της νόσου τους.

Η ισχύς εν τη ενώσει

Πολύ πρόσφατη μελέτη απέδειξε ότι οι ανάγκες του κάθε ατόμου σε ασβέστιο καθορίζονται από τα επίπεδά του σε βιταμίνη D. Όσοι λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D κανονικά δεν χρειάζονται περισσότερα από 800 mg ασβεστίου την ημέρα για να καλύπτουν τις καθημερινές ανάγκες τους. Επομένως, λειτουργώντας με επιστημονικά κριτήρια, θα πρέπει και στην Ελλάδα να διαγνώσουμε αρχικά όσους πάσχουν από υποβιταμίνωση D και στη συνέχεια αφενός να καλύψουμε με κάθε τρόπο την ίδια την έλλειψη βιταμίνης D, κάνοντας με μέτρο φίλο μας τον ήλιο και αφετέρου να χορηγήσουμε τις απαιτούμενες για κάθε περίπτωση δόσεις ασβεστίου, με κοινό στόχο την προστασία του σκελετού μας, αλλά και συνολικά την προαγωγή της υγείας του οργανισμού μας.